ἐκσοβέω
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
A scare away, ὄρνεις Men.168; πτῶκας AP6.167 (Agath.) ; νόον ἐκ στέρνων ib.5.259 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 778] herausscheuchen, Men. bei Ath. IX, 373 c; Agath. 28. (VI, 167).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσοβέω: ἐκφοβῶ, ἐκδιώκω, Μένανδ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 6, Ἀνθ. Π. 6. 167· νέον ἐκ στέρνων αὐτόθι 5. 260.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chasser, repousser.
Étymologie: ἐκ, σοβέω.
Spanish (DGE)
espantar, ahuyentar τὰς ὄρνις Men.Fr.132.4, πτῶκας AP 6.167 (Agath.), en v. pas. ἑρπετῶν συριγμοῖς ἐκσεσοβημένοι LXX Sap.17.9
•fig. τὸ ... ἀκόλαστον ἐκσοβήσας ... νήφουσαν ἔδωκε ... ἀπόκρισιν Plu.2.715c, ἐκ στέρνων ... νόον AP 5.260 (Paul.Sil.)
•sacudir, quitar el polvo al caballo, Poll.1.199.
Greek Monotonic
ἐκσοβέω: μέλ. -ήσω, διώχνω, αποσοβώ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσοβέω:
1) выпугивать, пугая выгонять (τὰς ὄρνεις Men.);
2) вспугивать (πτῶκας Anth.);
3) перен. прогонять, удалять (τὸ ἀκόλαστον Plut.; νόον ἐκ στέρνων Anth.).