νεῦσις
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
(A), εως, ἡ, (νεύω)
A inclination, tendency of physical forces to or from a centre, Ti.Locr.100d.
2 νεύσεις, αἱ, title of work by Apollonius of Perga, problems where a straight line has to be drawn through a point so as to intercept a given length between two lines or curves, Papp.670.4.
3 downward tendency, gravitation, Plu. 2.1122c, prob. in Alex.Aphr.Pr.1.131.
4 tendency, inclination, Plot.1.1.12.
5 in Neo-Platonic philosophy, declension in the scale of Being, esp. of the Soul, νεῦσις ἡ πρὸς σῶμα καὶ ὕλην Id.1.6.5; νεῦσις εἰς or νεῦσις πρὸς τὴν γένεσιν, Hierocl.in CA26p.479M., Porph.Antr.11; ἡ πρὸς τὸ χεῖρον νεῦσις Jul.Or.5.166d.(B), εως, ἡ, (νέω A)
A swimming, Arist.PA639b2, 694b9, al.
Greek (Liddell-Scott)
νεῦσις: ἡ, (νεύω) ἡ κλίσις γραμμῶν πρός τι σημεῖον, Τίμ. Λοκρ. 100D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 11, Πλούτ. 2. 1122C. ΙΙ. νεύσει τινός, κατ’ ἐπίνευσιν, τῇ συναινέσει τινός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8633.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
inclinaison vers la terre.
Étymologie: νεύω.
Greek Monolingual
(I)
νεῡσις, ἡ (ΑΜ)
βλ. νεύση.
(II)
νεῡσις, ἡ (Α)
κολύμβηση, κολύμβημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ- του νέω (Ι) «κολυμπώ»].
Russian (Dvoretsky)
νεῦσις: εως ἡ νεύω склонение, наклон, тяготение (εἰς τὸ μέσον Plat.; κατὰ βάρος Plut.).
εως ἡ νέω II] плавание Arst.