νεύση

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418

Greek Monolingual

η (ΑΜ νεῡσις) νεύω
νεοελλ.
βοτ. περιστροφική ή ελλειψοειδής κίνηση τών κορυφών τών βλαστών, τών ελίκων και άλλων οργάνων τών φυτών
νεοελλ.-μσν.
1. κλίση της κεφαλής προς τα εμπρός και κάτω («ταῖς ἀνενδότοις νεύσεσι πρὸς τὸν θεὸν ἐκδημῶν», Μηναί.)
2. το αποτέλεσμα του νεύω, νεύμα, γνέψιμο
μσν.
1. συγκατάθεση
2. έμπνευση, φώτιση
αρχ.
1. (για φυσικές δυνάμεις) κλίση, ροπή προς το κέντρο ή από το κέντρο
2. τάση προς τα κάτω, βαρύτητα
3. (γενικά) ροπή, κλίση
4. (στη νεοπλατωνική φιλοσοφία) (ιδίως για την ψυχή) η τάση προς την ύπαρξη
5. γεωμετρική μέθοδος για την επίλυση προβλημάτων που ανάγονται σε χάραξη ευθείας, που νεύει, δηλ. κατευθύνεται σε ένα σημείο
β. στον πληθ. Νεύσεις
τίτλος έργου του μαθηματικού Απολλώνιου του Περγαίου.