δυσχάριστος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A thankless, τῶν πυκνῶν φιλημάτων A.Fr.135.
German (Pape)
[Seite 690] nicht freigebig, τινός, mit etwas, od. = undankbar, Aesch. frg. 128.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχάριστος: [ᾰ], -ον, ἀχάριστος, ἀγνώμων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 134.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
desagradecido c. gen. ὦ δυσχάριστε τῶν πυκνῶν φιλημάτων A.Fr.135.
Greek Monolingual
δυσχάριστος, -ον (Α)
αχάριστος, αγνώμων.
Russian (Dvoretsky)
δυσχάριστος: (ᾰ) неблагодарный (τινος Aesch. ap. Plut.).