ἀλόχευτος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A born not in the natural way, of Athena, Coluth. 183. 2 unborn, Nonn.D.8.27. II without birth-pangs, αὖλαξ κόσμου ib.24.269, cf.41.53.
German (Pape)
[Seite 109] ungeboren, ohne Geburt zur Welt gekommen, wie Pallas, Coluth. 182; nicht gebärend, φύσις Nonn. Dion. 41, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλόχευτος: -ον, ὁ ἄνευ λοχείας τεχθείς, περὶ Ἀθηνᾶς, Κόλουθ. 180. ΙΙ. ἄνευ ὠδίνων τοκετοῦ, παρθένος, Νόνν. Δ. 41, 53.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1no nacido de parto, no paridode Atenea, Colluth.182, de Dioniso ἀλόχευτε Βρόμιε AJP 69.29.6 (Dura Europos)
•de Dios no engendrado Synes.Hymn.9.54, de Cristo antes de la encarnación, Gr.Naz.M.37.1571A.
2 no parido todavía, en el vientre de la madre πάις Nonn.D.8.27.
3 pariente no por la sangre de San Juan en rel. c. la Virgen, Nonn.Par.Eu.Io.19.27.
II 1que no pare, estéril αὖλαξ κόσμου Nonn.D.24.269.
2 que engendra sin necesidad de parto Φύσις Nonn.D.41.53.
III sin dolores de parto del nacimiento de Cristo, Thdt.M.80.445B.
Greek Monolingual
ἀλόχευτος, -ον (Μ) (λοχεύω)
1. αυτός που γεννήθηκε δίχως λοχεία, με τρόπο δηλ. μη φυσικό (ως επίθ. του Χριστού, αλλά και της θεάς Αθηνάς)
2. αυτός που δεν γεννήθηκε ακόμη, αγέννητος
3. αυτή που δεν έχει υποστεί τις ωδίνες του τοκετού, παρθένος.