Ἀδράστεια
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
Ion. Ἀδρήστεια, ἡ, (ἀ- priv., διδράσκω) title of Nemesis, A.Pr.936, cf. Pl.R.451a, etc. 2 fabulous plant, Ps.-Plu.Fluv.18.13.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀδράστεια: Ἰων. Ἀδρήστεια, ἡ, ὄνομα τῆς Νεμέσεως, ἐκ βωμοῦ ἱδρυθέντος αὐτῇ ὑπὸ τοῦ Ἀδράστου, πρῶτον παρ’ Αἰσχύλ. Προ. 936· ἴδε Βλώμφ. Γλωσσ. καὶ πρβλ. προσκυνέω. (Ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ διδράσκω, = ἀναπόδραστος, Ἀδράστειαν δὲ ἀναπόδραστον αἰτίαν οὖσαν κατὰ φύσιν, Ἀριστ. Κόσμ. 7. 5: Περὶ ἄλλων παραγωγῶν ἴδε Σχόλ. εἰς Πλάτ. Πολ. 451Α.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Adrasteia :
1 litt. « l’inévitable », ép. de Némésis ; προσκυνεῖν τὴν Ἀδράστειαν ESCHL se prosterner devant Adrasteia, càd conjurer la jalousie des dieux en faisant acte d’humilité;
2 ville de Mysie.
Étymologie: ἄδραστος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. Ἀδρήστεια, Δρήστεια Eust.355.12; Ἀδράστια IPorto 3.6 (III d.C.)
Adrastea
I mit.
1 hija de Zeus, divinidad del destino asimilada a veces a Némesis, A.Pr.936, E.Rh.468, IG 13.383.142 (V a.C.), Pl.R.451a, Men.Pc.304, Sam.503, A.R.3.133
•considerada a veces como una divinidad por sí misma, Nicostr.Com.35, Men.Fr.226, Sch.E.Rh.342, Ἀδραστείας καὶ Νεμέσιος Rhodiaka 1.4 (I a.C.), cf. IG 12(5).730 (Andros)
•identif. c. Isis IPorto l.c.
•cuya etim. se explica como ἡ ἀναπόδραστος αἰτία Arist.Mu.401b13.
2 hija de Meliseo y hermana de los Curetes, Call.Iou.47, Herod.6.35.
3 epít. de Helena divinizada, Athenag.Leg.1.1.
4 epít. de Ártemis IApoll.10.1 (II d.C.).
II geog.
1 fuente de Argos, Paus.2.15.3.
2 monte de Cízico, Str.12.8.11, Plu.Luc.9.
3 ciu. y territorio de Misia Il.2.828, Str.13.1.13.
4 ciu. junto a la desembocadura del Gránico, Call.Fr.299.2, A.R.1.1116.
5 cierta planta mítica, Plu.Fluu.18.13. • DMic.: a-da-ra-te-ja.
Greek Monotonic
Ἀδράστεια: Ιων. Ἀδρήστεια, ἡ, όνομα της Νέμεσης, σε Αισχύλ. (ίσως από το αστερητικό και διδράσκω = αναπόδραστος, αναπόφευκτος).
Russian (Dvoretsky)
Ἀδράστεια: ион. Ἀδρήστεια ἡ Адрастия
1) «Неотвратимая», эпитет и синоним Немесиды Aesch., Plat., Men.;
2) город на Пропонтиде Hom.
Middle Liddell
[Perhaps from α privat.,, διδράσκω a name of Nemesis.]
Aesch., the Inevitable.