προσκτώμαι
Greek Monolingual
-άομαι, ΝΑ κτῶμαι
1. αποκτώ κάτι επιπροσθέτως, αυξάνω αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», Ηρόδ.)
2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) κερδίζω την εύνοια, παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων δυνατωτάτους ἐόντας προσκτήσαιτο φίλους», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. κερδίζω
2. παθ. αποκτώμαι
αρχ.
1. (σχετικά με ιδιότητες) αποκτώ επί πλέον («ἡ διὰ τῆς ἀσκήσεως προσκτωμένη δεξιότης», Ξεν.)
2. κατακτώ επί πλέον («τὰ νῡν... κατεργάσαντο καὶ προσεκτήσαντο ἔθνεα», Ξεν.)
3. δέχομαι μομφή («μὴ πρὸς τοσούτοις αἰσχροῑς καὶ ἐπιορκίαν προσκτήσησθε», Δημοσθ.)
5. παίρνω με το μέρος μου, πείθω κάποιον να μέ ακολουθήσει («ταῡτα λέγων ὁ Μιλτιάδης προσκτᾱται τὸν Καλλίμαχον», Ηρόδ.)
6. (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προσκεκτημένα
οι κατακτήσεις.