ἀπλατής

From LSJ
Revision as of 20:08, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπλᾰτής Medium diacritics: ἀπλατής Low diacritics: απλατής Capitals: ΑΠΛΑΤΗΣ
Transliteration A: aplatḗs Transliteration B: aplatēs Transliteration C: aplatis Beta Code: a)plath/s

English (LSJ)

ές, A without breadth, γραμμή Arist.APr.49b36; μῆκος ἀ., opp. πλάτος ἔχον, Id.Top.143b14: metaph., Gal.7.410; ἀ. ὑγίεια without latitude, i.e. variation, Id.6.28. Adv. -τῶς Iamb.in Nic.p.56P.

German (Pape)

[Seite 292] ές (πλάτος), ohne Breite, Euclid. Luc. Hermot. 74 Arat. 467.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπλᾰτής: -ές, ὁ μὴ ἔχων πλάτος, ἄνευ πλάτους, γραμμή Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 41, 4· μῆκος ἀπλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πλάτος ἔχον, ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 6, 3. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἰάμβλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans largeur.
Étymologie: ἀ, πλάτος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1sin anchura o superficiede la línea οἱ τὴν γραμμὴν ὁριζόμενοι μῆκος ἀπλατὲς εἶναι Arist.Top.143b12, cf. APr.49b36, Euc.1 Def.2, Hero Def.2, Ph.1.540
μῆκος ἀ. op. πλάτος ἔχον Arist.Top.143b14, cf. Sch.Arat.p.315.
2 fig. que no es vario, múltiple, ambiguo ὑγιείαν ... ἀπλατῆ τε καὶ μίαν Gal.6.28, cf. 7.410.
II adv. -ῶς sin latitud ἀ. ἐπὶ μόνον τὸ μῆκος πρόεισιν Iambl.in Nic.p.56.

Greek Monolingual

ἀπλατής, -ές (Α) πλάτος
ο δίχως πλάτος, στενός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπλᾰτής: не имеющий ширины, т. е. одного измерения (γραμμή, μῆκος Arst., Plat., Luc.).