γατί

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

Greek Monolingual

και κατσί και γατσί, το (Μ καττίν)
1. η γάτα ή το νεογνό της
2. καχεκτικό παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάτα. Ο τ. κατσί < μσν. καττίν < υποκορ. του κάττα, με τροπή του -τ- σε -τσ- (πρβλ. κλιματσίδα < κλιματίδα, τσιλώ < τιλώ κ.ά.)].