εκατηβόλος

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

Greek Monolingual

ἑκατηβόλος, -ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α)
αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β' συνθετικό -βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός που ρίχνει από μακριά». Δυσκολίες παρέχει η ερμηνεία του α' συνθετικού, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί οι εξής υποθέσεις: α) < εκατόν, οπότε ο τ. θα είχε τη μορφή εκατόμ-βολος και η σημασία του θα ήταν «αυτός που ρίχνει 100 ακόντια»
β) < εκηβόλος με παρετυμολογική επίδραση του εκατόν και γ) από συμφυρμό τών εκηβόλος και Έκατος (προσωνυμία του Απόλλωνος). Το ίδιο α' συνθετικό εμφανίζεται και στο σπάνιο σύνθετο επίθετο του Απόλλωνος εκατηβελέτης, του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. βάλλω. Η λ. αποτελεί προφανώς παρεκτεταμένο τ. σε -της του εκατηβελής (πρβλ. αιειγενέτης < αιειγενης), κατά το εριβρεμέτης].