θυραμάχος

From LSJ
Revision as of 10:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρᾱμάχος Medium diacritics: θυραμάχος Low diacritics: θυραμάχος Capitals: ΘΥΡΑΜΑΧΟΣ
Transliteration A: thyramáchos Transliteration B: thyramachos Transliteration C: thyramachos Beta Code: qurama/xos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, A assaulting doors, κῶμοι prob. l. in Pratin.Lyr. 1.8.

German (Pape)

[Seite 1227] draußen, vor der Thür kämpfend, Pratinas bei Ath. XIV, 617 d.

Greek (Liddell-Scott)

θυρᾱμάχος: ον ἐπιτιθέμενος ἐναντίον θυρῶν, θυραμάχοις τε πυγμαχίαισι νέων Πρατίνας 1. 10.

Greek Monolingual

θυραμάχος, -ον (Α)
αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο-μάχος, ναυ-μάχος].