ισχιοσηραγγώδης
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
-ες
φρ. «ισχιοσηραγγώδης μυς» — μικρός μυς του περινέου, ο οποίος καλύπτει τη βάση του στυτικού ιστού του πέους και της κλειτορίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + σηραγγ-ώδης (< σήραγξ + καταλ. -ώδης). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. ischiocavernous].