ιχθυόεις

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

-εσσα, -εν (Α ἰχθυόεις, -εσσα, -εν)
γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια
αρχ.
1. όμοιος με ψάρι
2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)
3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» — ο Βόσπορος (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -όεις (πρβλ. βοτρυ-όεις, δακρυ-όεις)].