κακηπελία

From LSJ
Revision as of 10:28, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκηπελία Medium diacritics: κακηπελία Low diacritics: κακηπελία Capitals: ΚΑΚΗΠΕΛΙΑ
Transliteration A: kakēpelía Transliteration B: kakēpelia Transliteration C: kakipelia Beta Code: kakhpeli/a

English (LSJ)

Ep. κακηπελίη, ἡ, A evil plight, opp. εὐηπελία, Id.Th.319, Doroth. ap. Heph.Astr.3.36.

German (Pape)

[Seite 1298] ἡ, das Uebelbefinden, Nic. Th. 319, Ggstz εὐηπελία.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκηπελία: ἡ, κακὴ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ εὐηπελία, Νικ. Θηρ. 319.

Greek Monolingual

κακηπελία και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α)
η κακή κατάσταση υγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακήπελος < κακ(ο)- + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» (πρβλ. ευ-ηπελία). Για το -η- του τ. βλ. κακηπελέων.