κολοβοκέρατος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, A with stunted horns, short-horned, Sch. Il.16.117.
German (Pape)
[Seite 1474] mit abgestutzten Hörnern, Schol. Il. 16, 117. Auch κολοβόκερως
Greek (Liddell-Scott)
κολοβοκέρᾱτος: -ον, ἔχων κέρατα κολοβά, μικρά, βραχέα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 117: ― παρ’ Ἰω. Χρυσ. κολοβόκερως.
Greek Monolingual
κολοβοκέρατος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοντά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + -κέρατος (< κέρας), πρβλ. ορθο-κέρατος, στρεβλο-κέρατος].