κρανιοσκοπικός
From LSJ
Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρανιοσκοπία.
επίρρ...
κρανιοσκοπικώς και -ά
από κρανιοσκοπική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cranioscopie < αγγλ. cranioscopy «κρανιοσκοπία». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα Αρμένη].