οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
και κρεοκόπτης, ο
1. μεγάλο μαχαίρι ή μικρό τσεκούρι για το κόψιμο κρέατος
2. ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για την πολτοποίηση του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. νυχο-κόπτης, χαρτο-κόπτης].