κρυπτολογία

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

η
1. η επιστήμη και η τεχνική τών μέσων και τών μεθόδων μετάδοσης και λήψης μυστικών μηνυμάτων
2. μελέτη αποτελεσμάτων που είναι και παραμένουν κρυμμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cryptology < crypto- (< κρυπτο-) + -logy (< -λογία < -λόγος < λέγω.