κυδωνιά

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

και κυδωνιά και κυδωνέα, η (AM κυδωνέα και κυδωνιά)
επιστημονική και κοινή ονομασία του γένους cydonia και του μοναδικού είδους που ανήκει σ' αυτό, δηλαδή του οπωροφόρου θάμνου ή δένδρου Cydonia oblonga, της τάξης ροδώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + -έα
ο τ. κυδωνιά < κυδωνέα με συνίζηση (πρβλ. απιδ-έα > απιδιά)].