λειόβατος

From LSJ
Revision as of 13:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόβᾰτος Medium diacritics: λειόβατος Low diacritics: λειόβατος Capitals: ΛΕΙΟΒΑΤΟΣ
Transliteration A: leióbatos Transliteration B: leiobatos Transliteration C: leiovatos Beta Code: leio/batos

English (LSJ)

ὁ, a fish, A skate or ray, Pl.Com.137, Arist.HA566a32; another name for the ῥίνη acc. to Ath.7.312b: but distd. from the ῥίνη by Archestr.Fr.46. II = ὁ ὁμαλὸς τόπος, Suid. Cf. λεώβατος.

German (Pape)

[Seite 24] ὁ, die glatte Roche, Ath. VII, 319 e; Arist. H. A. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

λειόβᾰτος: ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τῶν λευκοσάρκων ὅμοιος νάρκῃ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφισταῖς» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 12· ἕτερον ὄνομα ἀντὶ τοῦ ῥίνη κατὰ τὸν Ἀθήν. 312Β· πρβλ. Ἀρχέστρ. αὐτόθι 319Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
raie, poisson.
Étymologie: λεῖος, βαίνω.

Greek Monolingual

λειόβατος, ὁ (Α)
1. το ψάρι βατίς, το σελάχι, αλλ. βάτος
2. το ψάρι ρίνα
3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως άλλος τ. του λεώβατος, βατός από τον λαό) ο ομαλός τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό-βατος, χαλκό-βατος].

Russian (Dvoretsky)

λειόβᾰτος: ὁ зоол. скат Arst.