λευκαθίζω

From LSJ
Revision as of 17:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκᾰθίζω Medium diacritics: λευκαθίζω Low diacritics: λευκαθίζω Capitals: ΛΕΥΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: leukathízō Transliteration B: leukathizō Transliteration C: lefkathizo Beta Code: leukaqi/zw

English (LSJ)

A to be white, Hdt.8.27 (codd. opt.), PLeid.X.84, Gloss.; of spots on the body, LXX Le.13.38; [τρίχες] λευκαθίζουσαι Babr.22.9; αἶγες χιόνι λ. Id.45.3, cf. Ael.NA17.8, 9; λ. οἱ λόφοι, of snow-clad hills, Alciphr.3.30; οἰκία λ. γύψῳ Epict.Gnom.43; of fluids in the eye, to be colourless, Cass.Pr.27; of eyes, S.E.P.1.44:—Pass., λελευκαθισμένη clad in white, LXX Ca.8.5. (λευκανθ- is read in Babr., but is against the metre, also in Ael., Alciphr., Epict., Cass., and S.E., and is v.l. in Hdt.l.c., LXX Ca.l.c.; cf. λευκαθέω, ὑπολευκαθίζω.)

Greek Monolingual

λευκαθίζω και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α)
1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.)
2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζωὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -άθω (πρβλ. αλκ-άθω, αμυν-άθω)
το λευκάθω μεταπλάστηκε σε λευκαθίζω, από το οποίο σχηματίστηκε ο τ. λευκ-ανθίζω με επίδραση της λ. ἄνθος.