μετεωροπόρος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
German (Pape)
[Seite 160] in der Höhe, in der Luft, hoch über der Erde wandelnd, auch übertr., der sich mit seinen Gedanken zu hoch versteigt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροπόρος: -ον, ὁ ὑψηλὰ πλανώμενος, ὑψηλόφρων, Γρηγ. Θ. 1077C, Βασίλ. Μ. Ι, 300B.
Greek Monolingual
μετεωροπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που πλανιέται στα ύψη
2. μτφ. α) υψηλόφρων
β) ταραγμένος, σαστισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + πόρος (πρβλ. οδοι-πόρος, ποντο-πόρος)].