μελανόμματος

From LSJ
Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόμμᾰτος Medium diacritics: μελανόμματος Low diacritics: μελανόμματος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: melanómmatos Transliteration B: melanommatos Transliteration C: melanommatos Beta Code: melano/mmatos

English (LSJ)

ον, A black-eyed, Pl.Phdr.253d, Arist.GA779b14.

German (Pape)

[Seite 119] schwarzäugig; Plat. Phaedr. 253 d; Arist. gen. an. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux noirs.
Étymologie: μέλας, ὄμμα.

Greek Monolingual

μελανόμματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκ-όμματος, μαλακ-όμματος)].

Greek Monotonic

μελᾰνόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόμματος: черноокий Plat., Arst.

Middle Liddell

μελᾰν-όμμᾰτος, ον ὄμμα
black-eyed, Plat.