μικρόθυμος
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ον, A mean-spirited, narrow-minded, D.H.11.12.
German (Pape)
[Seite 184] kleinmüthig, kleinlich oder niedrig denkend, D. Hal. 11, 12.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόθῡμος: -ον, ὁ μικρόψυχος, Διον. Ἁλ. 11. 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μικρόθυμος, -ον)
αυτός που έχει αδύναμη ψυχή, ασθενές φρόνημα, λιγόψυχος, μικρόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].