χωριανός
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. συγχωριανός, συντοπίτης
2. χωριάτης, χωρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + κατάλ. -ανός (πρβλ. αδει-ανός, φαγ-ανός)].