ψώνιο
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
Greek Monolingual
και ψώνι και ψούνι(ο), το, Ν
1. ό,τι αγοράζει κανείς («βγήκε για ψώνια»)
2. μτφ. α) άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής
β) άνθρωπος ψηλομύτης, φαντασμένος
3. φρ. «έχει ψώνιο [με κάτι]» — έχει παθολογική αδυναμία σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μσν. ὀψώνιον «αγορά και προμήθεια τροφίμων» < ὀψώνης (< ὄψον «τροφή» + ὠνοῦμαι «αγοράζω»), με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)].