Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψώνιο

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

και ψώνι και ψούνι(ο), το, Ν
1. ό,τι αγοράζει κανείς («βγήκε για ψώνια»)
2. μτφ. α) άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής
β) άνθρωπος ψηλομύτης, φαντασμένος
3. φρ. «έχει ψώνιο [με κάτι]» — έχει παθολογική αδυναμία σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μσν. ὀψώνιον «αγορά και προμήθεια τροφίμων» < ὀψώνης (< ὄψον «τροφή» + ὠνοῦμαι «αγοράζω»), με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)].