ἡλιόβολος

From LSJ
Revision as of 11:38, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιόβολος Medium diacritics: ἡλιόβολος Low diacritics: ηλιόβολος Capitals: ΗΛΙΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hēlióbolos Transliteration B: hēliobolos Transliteration C: iliovolos Beta Code: h(lio/bolos

English (LSJ)

ον, A exposed to the sun, sunny, of places, Thphr.CP4.12.3.

German (Pape)

[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, Theophr.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡλιόβολος, -ον)
(για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ηλιόλουστος
νεοελλ.
1. ο ηλιοβαρεμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόβολο
η ηλιακή ακτινοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. αεί-βολος, καλλί-βολος].