θηλυκρατής

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυκρᾰτής Medium diacritics: θηλυκρατής Low diacritics: θηλυκρατής Capitals: ΘΗΛΥΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: thēlykratḗs Transliteration B: thēlykratēs Transliteration C: thilykratis Beta Code: qhlukrath/s

English (LSJ)

ές, A swaying women, ἔρως A. Ch.599(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1207] ἔρως, die Weiber beherrschend, Aesch. Ch. 592.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν τὰς γυναῖκας, ἔρως Αἰσχύλ. Χο. 600.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui commande aux femmes.
Étymologie: θῆλυς, κρατέω.

Greek Monolingual

θηλυκρατής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. α-κρατής, εγ-κρατής].

Greek Monotonic

θηλυκρᾰτής: -ές (κρατέω), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θηλυκρᾰτής: властвующий над женщинами (ἔρως Aesch.).

Middle Liddell

θηλυ-κρᾰτής, ές κρατέω
swaying women, Aesch.