κατάφυτος

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφῠτος Medium diacritics: κατάφυτος Low diacritics: κατάφυτος Capitals: ΚΑΤΑΦΥΤΟΣ
Transliteration A: katáphytos Transliteration B: kataphytos Transliteration C: katafytos Beta Code: kata/futos

English (LSJ)

ον, A full of plants or trees, τόποι Plb.18.20.1: c. dat., planted with... κηπεύμασι καὶ καρποῖς D.S.2.37; δένδροις Str. 12.2.1; ἀσφοδέλῳ Luc.Nec.11.

German (Pape)

[Seite 1390] bepflanzt; τόποι Pol. 18, 3, 1; τῷ ἀσφοδέλῳ Luc. Necyom. 11; καὶ σύσκιος περίπατος Plut. Cic. 48.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφῠτος: -ον, καταπεφυτευμένος, πλήρης φυτῶν ἢ δένδρων, τόποι κ. Πολύβ. 18. 3, 1· κ. ἀσφοδέλῳ, πλήρης ἐξ…, Λουκ. Νεκυομ. 11· περίπατος κ. καὶ σύσκιος Πλουτ. Κικ. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté : τινι de qch ; abs. couvert de plantations.
Étymologie: καταφύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάφυτος, -ον)
(για τόπους) γεμάτος φυτά ή φυτείες, πυκνοφυτεμένος
αρχ.
φυτευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. έμ-φυτος, σύμ-φυτος].

Greek Monotonic

κατάφῠτος: -ον, ολόφυτος με κάτι, κατάφυτος, με δοτ., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατάφῠτος:
1) обсаженный деревьями, покрытый растительностью (τόποι Polyb.; περίπατος Plut.);
2) заросший (τῷ ἀσφοδέλῳ Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάφυτος -ον rijk beplant.

Middle Liddell

κατάφῠτος, ον
all planted with a thing, c. dat., Luc.