κιονηδόν
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
Adv., (κίων) A like a pillar, γράφειν κ., i.e. in verticallines from top to bottom, Sch.D.T.pp.183,191 H.
German (Pape)
[Seite 1441] nach Säulenart, γράφεται, B. A. p. 787, 24.
Greek (Liddell-Scott)
κῑονηδόν: ἐπίρρ. (κίων) «γράφεται κιονηδόν, δίκην κίονος· ἤτοι παραλλήλως κατὰ γραμμὴν» Α. Β. 787, 24.
Greek Monolingual
κιονηδόν (Α)
επίρρ.
1. σαν κίονας
2. φρ. «γράφω κιονηδόν» — γράφω σε κάθετες γραμμές, γράφω από πάνω προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιον- (του κίων) + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (που δηλώνει τρόπο), πρβλ. βαθμ-ηδόν, κλιμακ-ηδόν].