λασιοχαίτης

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασιοχαίτης Medium diacritics: λασιοχαίτης Low diacritics: λασιοχαίτης Capitals: ΛΑΣΙΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: lasiochaítēs Transliteration B: lasiochaitēs Transliteration C: lasiochaitis Beta Code: lasioxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, with shaggy hair, Hdn. Epim. 166.

Greek (Liddell-Scott)

λασιοχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων πυκνήν, δασεῖαν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σελ. 166.

Greek Monolingual

λασιοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει πυκυά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + χαίτη (πρβλ. αδρο-χαίτης, κυανο-χαίτης)].