χωριανός

From LSJ
Revision as of 15:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. συγχωριανός, συντοπίτης
2. χωριάτης, χωρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + κατάλ. -ανός (πρβλ. αδει-ανός, φαγ-ανός)].