μηλοβαφής

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοβᾰφής Medium diacritics: μηλοβαφής Low diacritics: μηλοβαφής Capitals: ΜΗΛΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: mēlobaphḗs Transliteration B: mēlobaphēs Transliteration C: milovafis Beta Code: mhlobafh/s

English (LSJ)

ές, A coloured a quince-yellow, (λίθοι) Ph.Byz.Mir.2.

German (Pape)

[Seite 172] ές, quittengelb gefärbt, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος μὲ χρῶμα κίτρινον οἷον τὸ τῶν κυδωνίων, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ζ΄ θαυμάτ. 2.

Greek Monolingual

μηλοβαφής, -ές (Α)
βαμμένος με κίτρινο χρώμα, όπως είναι το χρώμα τών κυδωνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -βαφής (< θ. βαφ-, πρβλ. βαφή του βάπτω), πρβλ. θαλασσο-βαφής, χρυσο-βαφής].