ἱππολάπαθον

From LSJ
Revision as of 16:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππολάπᾰθον Medium diacritics: ἱππολάπαθον Low diacritics: ιππολάπαθον Capitals: ΙΠΠΟΛΑΠΑΘΟΝ
Transliteration A: hippolápathon Transliteration B: hippolapathon Transliteration C: ippolapathon Beta Code: i(ppola/paqon

English (LSJ)

[λᾰ], τό, A Rumex aquaticus, dock-sorrel, Dsc.2.115, Gal.12.56.

German (Pape)

[Seite 1260] τό, ein Kraut, Roßampfer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππολάπᾰθον: λᾰ, τό, εἶδος λαπάθου μεγαλειτέρου τοῦ συνήθους, rumex hydrolapathum, ἀλογολάπατον, «ἱππολάπαθον, λάπαθόν ἐστι μέγα, ἐν ἔλεσι γεννώμενον» Διοσκ. 2. 141, πρβλ. ἵππος VI.

Greek Monolingual

ἱππολάπαθον, τὸ (Α)
είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λάπαθον. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό-κρημνος, ιππό-πορνος].