πραγματογνώμονας

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

ο, η, Ν
(νομ.) τρίτο πρόσωπο, ειδικός, επιστήμονας ή τεχνικός, στον οποίο ανατίθεται από δικαστή ή από αντιδίκους να γνωματεύσει, ύστερα από έρευνα, για ένα ζήτημα που έχει σχέση με την ειδικότητά του και για το οποίο το δικαστήριο και οι διάδικοι δεν έχουν τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, -ατος + -γνώμονας (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμονας. Η λ., στον λόγιο τ. πραγματογνώμων, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].