προπρό
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
strengthd. for πρό, Prep. with gen., A before, A.R.3.453. II Adv. on and on, thoroughly, ib.1013,4.1235, Euph.94. More freq. in compds., v. infr.
German (Pape)
[Seite 741] das verstärkte πρό; als praepos. mit dem gen., An. Rh. 3, 453; – als adv., fort und fort, durchaus, Ap. Rh. 3, 1013; – häufiger in Zusammensetzungen. vgl. Schaef. ad D. Hal. de C. V. p. 188.
Greek (Liddell-Scott)
προπρό: κατ’ ἐπίτασιν ἀντὶ πρό, Πρόθ., μετὰ γεν., προπρὸ δ’ ἄρ’ ὀφθαλμῶν ἔτι οἱ ἰνδάλλετο πάντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 453. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, προπρὸ δ’ ἀφειδήσασα, ὅλως μὴ πολυπραγμονήσασα, αὐτόθι 1013., 4. 1235· πρβλ. Heyne εἰς Χ. 221. ― Συνηθέστερον ἐν συνθέτοις, ἴδε κατωτ.
Greek Monolingual
Α
1. ως πρόθεση) επιτεταμένος τ. του προ
2. (ως επίρρ.) ολοσχερώς, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πρό (πρβλ. περι-πρό)].