λατομία
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ἡ, A quarrying of stone, PHib.71.7 (iii B.C.), IG42(1).102.17 (Epid.); τῷ στρώματι ib.40: mostly in pl., = quarries, Man. ap.J.Ap.1.26, Str.8.5.7, AP11.253 (Lucill.); of the quarries at Syracuse used as a prison, Plu.2.334c; also in sg., PCair.Zen.176.215 (iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτομία: ἡ, = λατομεῖον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. lautumiae, Στράβ. 367, Ἀνθ. Π. 11, 253, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 44· τὰ ἐν Συρακούσαις λατομεῖα ἐχρησίμευον ὡς φυλακαί, Πλούτ. 2. 334C· πρβλ. λιθοτομία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
carrière de pierres ; particul. à Syracuse les Latomies, carrière servant de prison.
Étymologie: λατόμος.
Greek Monolingual
η (Α λατομία) λατόμος
νεοελλ.
η λατόμηση
αρχ.
1. λατομείο
2. στον πληθ. αἱ λατομίαι
τετράγωνοι πελεκημένοι λίθοι, αγκωνάρια.
Greek Monotonic
λᾱτομία: ἡ, στον πληθ., όπως το Λατ. lautumiae, σε Ανθ.
Middle Liddell
λᾱτομία, ἡ,
in pl., like Lat. lautumiae, quarries, Anth.