κόρημα

From LSJ
Revision as of 13:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρημα Medium diacritics: κόρημα Low diacritics: κόρημα Capitals: ΚΟΡΗΜΑ
Transliteration A: kórēma Transliteration B: korēma Transliteration C: korima Beta Code: ko/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, A sweepings, refuse, Ar.Fr.474: in pl., Hermipp.47.10 (anap.). II besom, broom, Ar.Pax59, Eup.157, 228.4, Gal.12.93.

German (Pape)

[Seite 1486] τό, das Ausgefegte, der Kehricht; Ar. bei Poll. 10, 29; Hermipp. bei Ath. XI, 487 f; Poll. 6, 94; – der Besen; Ar. Pax 59; Eupol. bei Poll. 10, 28.

Greek (Liddell-Scott)

κόρημα: τό, τὸ κορούμενον κάθαρμα, «σκουπίδι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 408· ἐν τῷ πληθ., Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2. ΙΙ. σάρωθρον, «σκοῦπα», Ἀριστοφ. Εἰρ. 59, «τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει» Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
balai.
Étymologie: κορέω.

Greek Monolingual

το (Α κόρημα, -ήματος) κορέω (ΙΙ)]
νεοελλ.
φρ. «πλευρικά κορήματα»
γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα της μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων
αρχ.
1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα, σκουπίδι
2. σάρωθρο, σκούπα, κόρηθρον («τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει», Εύπ.).

Greek Monotonic

κόρημα: -ατος, τό (κορέω), σάρωμα, σκούπα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κόρημα: ατος τό
1) метла Arph.;
2) сор, мусор Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρημα -ατος, τό [κορέω] bezem.

Middle Liddell

κόρημα, ατος, τό, κορέω
a besom, broom, Ar.

English (Woodhouse)

broom

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)