φάλαρον
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
[φᾰ], τό, (φάλος) A boss or disc, mostly in pl., once in Hom., βάλλετο δ' αἰεὶ κὰπ φάλαρ' εὐποίηθ', of metal bosses on a helmet, Il. 16.106; βασιλείου τιάρας φάλαρον πιφαύσκων A.Pers.662(lyr.). II pl., cheek-pieces of a horse's head-stall (expld. by παραγναθίδες Hsch., τὰ τῶν γνάθων σκεπάσματα Phot.), Hdt.1.215, E.Supp.586, X.HG 4.1.39, Ptol.Euerg.9J.; but φάλαρα is a gloss in ἀμπυκτήρια φ. πώλων S.OC1069 (lyr.); cf. Lat. phalerae. 2 bandages for the cheek, Heliod. ap. Orib.48.44, Sor.Fasc.18. III metaph., ornaments, Plu.2.528a, D.Chr.78.26.
German (Pape)
[Seite 1253] τό, s. φάλαρα.
Greek (Liddell-Scott)
φάλαρον: τό, ἴδε φάλαρα.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. φάλαρα.
Greek Monotonic
φάλᾰρον: [φᾰ], τό, βλ. φάλαρα, τά.
Russian (Dvoretsky)
φάλᾰρον: (φᾰ) τό металлические украшения (βασιλείου τιάρας Aesch.).
Middle Liddell
φάλᾰρον, ου, τό, [v. φάλαρα, τά]