variance
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
English > Greek (Woodhouse)
substantive
quarrel: P. and V. διαφορά, ἡ, ἔρις, ἡ, ἔχθρα, ἡ, στάσις, ἡ, Ar. and V. νεῖκος, τό (also Plato, Soph., 243A, but rare P.).
be at variance: P. διίστασθαι, στασιωτικῶς ἔχειν, Ar. and P. διαφέρεσθαι, στασιάζειν, V. διχοστατεῖν.
of things: P. διαφωνεῖν, V. διχοστατεῖν.
be at variance with, quarrel with: P. and V. ἐρίζειν (dat. or πρός, acc.), ἀγωνίζεσθαι (dat. or πρός, acc.), διχοστατεῖν (πρός, acc.) (Plato), P. διαφέρεσθαι (dat. or πρός, acc.), διαφόρως ἔχειν (dat.), ἀλλοτρίως διακεῖσθαι (πρός, acc.), Ar. and P. στασιάζειν (dat. or πρός, acc.); see be at enmity with, under enmity.
of things, clash with: P. διαφωνεῖν (dat.).
at variance with, at enmity with.
adj.: P. and V. διάφορος (dat.).
alien from: P. ἀλλότριος (gen.).
set at variance, v.: P. διασπᾶν (acc.), πρὸς αὑτοὺς ταράσσειν, Ar. and P. διιστάναι (acc.); see embroil.