βιβλίδιον

From LSJ
Revision as of 20:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλίδιον Medium diacritics: βιβλίδιον Low diacritics: βιβλίδιον Capitals: ΒΙΒΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: biblídion Transliteration B: biblidion Transliteration C: vivlidion Beta Code: bibli/dion

English (LSJ)

[ῑδ], τό, Dim. of βιβλίον, D.56.1, Plb.23.2.5 (βυβλ-), SIG663.20 (Delos, iii/ii B. C.), AP12.208 (Strat.), Antiph.162 : βιβλείδιον, τό, A petition, Lat. libellus, POxy.1032.4 (ii A. D.), etc.; ἐπὶ βιβλειδίων, = Lat.a libellis, IG14.1072:—written βυβλείδιον Demetr. Lac.Herc.1012.35F., 1013.12F.

German (Pape)

[Seite 444] τό, dim. von βιβλίς, Dem. 56, 1; Pol. 24, 2; Plut. öfter, z. B. Brut. 13; Strat. 50 (XII, 208).

Greek (Liddell-Scott)

βιβλίδιον: [ῑδ], τό, ὑποκορ. τοῦ βιβλίς, Δημ. 1283, 5, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 208, Ἀντιφ. Μύλ. 1· ὡσαύτως βιβλιδάριον, τό, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 596.

Greek Monolingual

βιβλίδιον, το (Α)
μικρό βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βιβλῑδιον πιθ. με συναίρεση < βιβλι- ίδιον υποκορ. του βιβλίον.

Greek Monotonic

βιβλίδιον: [ῑ], τό, υποκορ. του βίβλος, σε Δημ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βιβλίδιον: (ῑ) τό книжечка или письмецо Dem. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιβλίδιον -ου, τό, demin. van βιβλίον, boekje.