πεισίμβροτος

From LSJ
Revision as of 19:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισίμβροτος Medium diacritics: πεισίμβροτος Low diacritics: πεισίμβροτος Capitals: ΠΕΙΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: peisímbrotos Transliteration B: peisimbrotos Transliteration C: peisimvrotos Beta Code: peisi/mbrotos

English (LSJ)

ον, A won by persuading mortals, δόξα B.8.2.

German (Pape)

[Seite 547] die Sterblichen überredend, zum Gehorsam bringend, βάκτρον, Aesch. Ch. 357.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την πειθώ τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεισι- του πείθω (πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + μβροτός].

Russian (Dvoretsky)

πεισίμβροτος: v. l. = πεισίβροτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεισίμβροτος -ον Aeol. voor πεισίβροτος.