πεισίμβροτος
From LSJ
English (LSJ)
πεισίμβροτον, won by persuading mortals, δόξα B.8.2.
German (Pape)
[Seite 547] die Sterblichen überredend, zum Gehorsam bringend, βάκτρον, Aesch. Ch. 357.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την πειθώ τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεισι- του πείθω (πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + μβροτός].
Russian (Dvoretsky)
πεισίμβροτος: v.l. = πεισίβροτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεισίμβροτος -ον Aeol. voor πεισίβροτος.