ἀναρραγής
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
ές, A = ἄρρηκτος, Sch.A.Pr.6 (s. v. l.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρραγής: -ές, ἀρραγής, «ἀναρραγέσι, ταῖς μὴ ἐχούσαις φύσιν ῥήγνυσθαι» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 6 πρὸς ἐξήγησιν τοῦ ἀρρήκτοις.
Spanish (DGE)
-ές irrompible Sch.A.Pr.5.
Greek Monolingual
ἀναρραγής, -ές (Μ)
ο άρρηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + -(ρ)ραγής < ρήγνυμι].