ἱπποτροφεῖον
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
τό, A place for horse-breeding, stud-stable, Str.5.1.4, 16.2.10 (-τρόφιον).
German (Pape)
[Seite 1261] τό, Ort, wo Pferde gezogen werden, Stuterei, Strab. V, 212. XVI, 752, v. l. ἱπποτρόφιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποτροφεῖον: τό, τόπος ἐν ᾧ τρέφονται ἵπποι, μάλιστα οἱ χάριν ἄθλων τρεφόμενοι, Στράβ. 212, 752.