πρωτοπρεσβύτερος

From LSJ
Revision as of 22:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοπρεσβύτερος Medium diacritics: πρωτοπρεσβύτερος Low diacritics: πρωτοπρεσβύτερος Capitals: ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Transliteration A: prōtopresbýteros Transliteration B: prōtopresbyteros Transliteration C: protopresvyteros Beta Code: prwtopresbu/teros

English (LSJ)

ὁ, A chief elder, MAMA3.670 (Corycus).

German (Pape)

[Seite 806] ὁ, der erste Presbyter, Phot. 81 b 20.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοπρεσβύτερος: [ῠ], ὁ, ὁ πρῶτος πρεσβύτερος, πρωτοπαπᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 8822, -37.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πρεσβύτερος
εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που εμφανίστηκε πολύ νωρίς στην Εκκλησία, γύρω στον 4ο αιώνα και δινόταν από τον επίσκοπο με ειδικό διορισμό και τέλεση ακολουθίας στον αρχαιότερο κατά τα πρεσβεία, ενώ σήμερα είναι απλώς ένας τίτλος τιμής και μία διάκριση που δίνεται μόνον σε έγγαμους ιερείς από τον επίσκοπο, με ειδική ακολουθία που ονομάζεται προχείριση.