Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Full diacritics: μοιράς | Medium diacritics: μοιράς | Low diacritics: μοιράς | Capitals: ΜΟΙΡΑΣ |
Transliteration A: moirás | Transliteration B: moiras | Transliteration C: moiras | Beta Code: moira/s |
άδος, ἡ, v.l. for μοιρίς (q. v.).
[Seite 198] άδος, ἡ, v.l. für μοιρίς.
μοιράς: -άδος, ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ μοιρῖς, ὃ ἴδε.
μοιράς, -άδος, ἡ (Α) μοίρα
(δ. γρφ.) μοιρίς.