ψιά
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ἡ, A = χαρά, γελοίασμα, παίγνια, Hsch: hence ψῐάζω, Dor. ψιάδδω, play, sport, τοὶ δὴ παρ' Εὐρώταν ψιάδδοντι Ar.Lys.1302 (lyr.); ψιάδδειν· παίζειν, Hsch. (Prob. shortened forms of ἑψία, ἑψιάομαι, qq. v.)
German (Pape)
[Seite 1398] ἡ, auch ψειά, eigtl. jedes kleine Theilchen, Stückchen, Körnchen, Bröckchen, gew. Steinchen, abgeriebener, geglätteter Kiesel, bes. zum Spiel für Kinder; dah. Spiel, Scherz, Vergnügen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ψιά: ἡ, «ψιά· χαρά, γελοίασμα, παίγνια» Ἡσύχ.· - ὅθεν ψιάζω, Δωρ. ψιάδδω, παίζω, τοὶ δή παρ’ Εὐρώταν ψιάδδοντι Ἀριστοφ. Λυσ. 1302· «ψιάδδειν· παίζειν» Ἡσύχ. (Πιθανῶς ταῦτα ἦσαν βραχύτεροι τύποι τῶν λέξεων ἐψία, ἐψιάομαι, ἃς ἴδε).
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χαρά, γελοίασμα, παίγνια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. ἑψία «διασκέδαση, ψυχαγωγία», με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος].