Πήλιον
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
Dor. Πάλιον [ᾱ], τό, Pelion, a mountain in Thessaly, Il.2.757, etc.:—Adj. Πηλιάς (q. v.); Πηλιῶτις, ιδος A on or at the foot of Pelion, E.Med.484; Πηλιωτικός, ή, όν, S.Fr.154; Πηλιακός, ή, όν, APl.4.110.
Greek (Liddell-Scott)
Πήλιον: Δωρ. Πάλιον, τό, ὄρος ἐν Θεσσαλίᾳ, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., κλ.· ὡσαύτως, πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ, Ἰλ. ― Ἐπίθ. Πηλιὰς (ἴδε ἐν λ.) Πηλιῶτις, ιδος, τὴν Πηλιῶτιν εἰς Ἰωλκὸν ἱκόμην, εἰς τὴν παρὰ τὴν ὑπώρειαν τοῦ Πηλίου Ἰωλκόν, Εὐρ. Μήδ. 484: Πηλιωτικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 166· Πηλιακός, ή, όν, Ἀνθ. Πλαν. 110.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
le Pélion, mont. de Thessalie.
Étymologie: Babiniotis topon. préhell.
English (Autenrieth)
Pelion, a mountain in Thessaly, Il. 2.757, Il. 16.144, Od. 11.316.
Greek Monotonic
Πήλιον: Δωρ. Πάλιον, τό, το Πήλιο, βουνό στη Θεσσαλία, σε Όμηρ., Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Πήλιον: дор. Πάλιον (ᾱ) τό Пелий или Пелион (гора на п-ове Магнесия в Фессалии) Hom., Hes., Her., Eur.
Middle Liddell
Πήλιον, δοριξ Πάλιον, ου, τό,
Pelion, a mountain in Thessaly, Hom., Hes., Pind., etc.