Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξανθοκόμης

From LSJ
Revision as of 16:33, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοκόμης Medium diacritics: ξανθοκόμης Low diacritics: ξανθοκόμης Capitals: ΞΑΝΘΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: xanthokómēs Transliteration B: xanthokomēs Transliteration C: ksanthokomis Beta Code: canqoko/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A = ξανθόθριξ, Hes.Fr.135.5, Pi.N.9.17, Theoc.17.103 (v.l. ξανθό-κομος, as also in Opp. C.2.165,3.24).

German (Pape)

[Seite 275] ὁ, mit blondem Haare, Opp. Cyn. 3, 24; ξανθοκομᾶν Δαναῶν, Pind. N. 9, 17; Theocr. 17, 103.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοκόμης: -ου, ὁ, = ξανθόθριξ, Πινδ. Ν. 9. 40, Θεόκρ. 17. 103 (ἔνθα κοινῶς ξανθόκομοι), Ὀππ. Κυν. 3. 24. πρβλ. 2. 165.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
aux cheveux blonds.
Étymologie: ξανθός, κόμη.

Greek Monolingual

ξανθοκόμης, δωρ. τ. ξανθοκόμας, ὁ (Α)
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -κόμης / -κόμᾱς (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. λευκο-κόμης, χρυσο-κόμης.

Greek Monotonic

ξανθοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), = ξανθόθριξ, σε Πίνδ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ξανθοκόμης: ου adj. m Pind., Theocr. = ξανθόθριξ.

Middle Liddell

ξανθο-κόμης, ου, ὁ, κόμη = ξανθόθριξ, Pind., Theocr.]